Skip to main content

© Γραφείο Ασθενών ΕΟΕ. All rights reserved.
Κατασκευή Ιστοσελίδας - Φιλοξενία Ιστοσελίδας Dazzlink

ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΗΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΗΣ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΗΣ;

Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης , του οργάνου δηλαδή του σώματός μας το οποίο είναι υπεύθυνο για την υποδοχή, την αποθήκευση και την αποβολή των ούρων, αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα για πολλούς ανθρώπους στην κοινωνία μας και για το σύστημα υγείας.


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΗΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΗΣ

ΠΟΣΟ ΣΥΧΝΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΗΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΗΣ;

Αυτό το είδος καρκίνου αποτελεί τον δέκατο πιο συχνά διαγνωσμένο καρκίνο παγκοσμίως. Αν εξετάσουμε 100,000 άτομα, λαμβάνοντας υπόψη ηλικιακά κριτήρια, τότε με βάση την συχνότητα εμφάνισης του καρκίνου αυτού περίπου 10 άνδρες και 3 γυναίκες θα διαγνωστούν με καρκίνο της ουροδόχου κύστης. Αν εξετάσουμε έναν αντίστοιχο πληθυσμό από την Ευρώπη, τότε περίπου 20 άνδρες και 5 γυναίκες θα πάσχουν από τη νόσο. Όπως φαίνεται οι γυναίκες έχουν έως και 4 φορές μικρότερη πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου της ουροδόχου κύστης από ότι οι άνδρες, όμως διαγιγνώσκονται συχνότερα σε προχωρημένο στάδιο νόσου και έχουν χειρότερη πορεία. Όσον αφορά τις απώλειες λόγω του καρκίνου αυτού, σε 100.000 άτομα υπολογίζεται ότι 3 άνδρες και 1 γυναίκα θα χάσουν την ζωή τους.

ΤΙ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΗΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΗΣ;

Ο πιο σημαντικός προδιαθεσικός παράγοντας για την εμφάνιση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης είναι το κάπνισμα, το οποίο ευθύνεται για σχεδόν τις μισές περιπτώσεις συνανθρώπων μας που πάσχουν από την κακοήθεια αυτή. Επίσης, στα πλαίσια του επαγγέλματός τους πολλοί άνθρωποι εκτίθενται σε χημικές ουσίες όπως οι αρωματικές αμίνες, πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες και χλωριωμένοι υδρογονάνθρακες που συμβάλλουν στην εμφάνιση περίπου του 10% των περιπτώσεων καρκίνου της κύστης. Άλλοι παράγοντες που είναι πιθανό να προδιαθέσουν στην εμφάνιση της κακοήθειας αυτής είναι η ύπαρξη αρσενικού στο νερό που πίνουμε και η χλωρίωση αυτού, που οδηγεί σε υψηλά επίπεδα τριαλομεθανίου, ο τρόπος διατροφής μας, η έκθεση σε ιοντίζουσα ακτινοβολία και μία λοίμωξη από ένα παράσιτο που λέγεται σχιστοσωμίαση. Η ύπαρξη ενός περιστατικού καρκίνου της ουροδόχου κύστης στην οικογένεια ενός ατόμου, από μόνη της, επιδρά ελάχιστα στην πιθανότητα το άτομο αυτό να νοσήσει. Όμως, ένα άτομο γενετικά προδιατεθειμένο είναι πιο ευάλωτο στους υπόλοιπους παράγοντες κινδύνου, που μπορεί να οδηγήσουν στην κακοήθεια, σε σχέση με τους συνανθρώπους του.

ΤΙ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΗΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΗΣ;

Το πιο συχνό εύρημα στον καρκίνο της ουροδόχου κύστης είναι η αιματουρία, δηλαδή η παρουσία αίματος στα ούρα. Αν η αιματουρία είναι μακροσκοπική, δηλαδή ο ασθενής μπορεί να αντιληφθεί με την όρασή του ότι τα ούρα του περιέχουν αίμα, καθώς αυτά παρουσιάζουν κόκκινη χροιά, τότε αυτό πιθανόν να υποδεικνύει ότι ο ασθενής πάσχει από νόσο προχωρημένου σταδίου. Το σύμπτωμα αυτό στον καρκίνο της ουροδόχου κύστης δεν συνοδεύεται από πόνο. Επομένως, κάθε περίπτωση ανώδυνης αιματουρίας, μικροσκοπικής ή μακροσκοπικής, θεωρείται καρκίνος της ουροδόχου κύστης μέχρι απόδειξης του εναντίου. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι υπάρχουν αρκετές καταστάσεις και παθήσεις που χρωματίζουν κόκκινα τα ούρα ή παρουσιάζουν αιματουρία, αλλά δεν σχετίζονται με τον καρκίνο. Παρ όλα αυτά, πάντα πρέπει να γίνεται διερεύνηση για τον αποκλεισμό της παρουσίας κακοήθειας. Υπάρχουν ασθενείς που μπορεί να εμφανίσουν και συμπτώματα από το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα, όπως δηλαδή να αισθανθούν την ανάγκη να επισκεφθούν την τουαλέτα πολλές φορές την ημέρα, να νιώθουν επιτακτική ανάγκη να ουρήσουν άμεσα ή ακόμα και να παρουσιάσουν ακράτεια ούρων. Αυτά τα συμπτώματα, που εμφανίζονται και σε άλλες ουρολογικές παθήσεις, μπορεί να παρουσιαστούν και σε έναν ιδιαίτερο τύπο καρκίνου της ουροδόχου κύστης, το καρκίνωμα in situ (in situ carcinoma-CIS).

ΣΕ ΤΙ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΟΒΛΗΘΩ ΑΝ ΠΑΣΧΩ ΑΠΟ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΗΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΗΣ;

Αν κάποιος εμφανίσει συμπτώματα που καθιστούν ύποπτο τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει είναι να επισκεφθεί άμεσα τον Ουρολόγο του. Το αρχικό βήμα στην διάγνωση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης είναι η συζήτηση με τον Ουρολόγο, ώστε αυτός να λάβει ένα πλήρες ιστορικό του ασθενούς, που θα περιλαμβάνει την ηλικία, τα συμπτώματα που τον έκαναν να ανησυχήσει, τις συνήθειες ζωής του ασθενούς, τις συνθήκες εργασίας και άλλα απαραίτητα στοιχεία. Επίσης, σημαντικό είναι να πραγματοποιηθεί και μία στοχευμένη ουρολογική εξέταση του ασθενούς, παρόλο που από μόνη της δεν μπορεί να θέσει την διάγνωση.

Χρήσιμες απεικονιστικές εξετάσεις στην αρχική διερεύνηση ενός ασθενούς με υποψία καρκίνου στην ουροδόχο κύστη είναι η αξονική ουρογραφία (μια αξονική τομογραφία με εστίαση στο ουροποιητικό σύστημα) και ο υπέρηχος της ουροδόχου κύστης. Αυτές οι εξετάσεις μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε την ύπαρξη όγκων στο ουροποιητικό σύστημα, όπως έναν όγκο στο εσωτερικό της ουροδόχου κύστης.

Μια άλλη μέθοδος που μας βοηθάει να εντοπίσουμε, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μία κακοήθεια στην κύστη είναι η κυτταρολογική ανάλυση των ούρων. Η εξέταση αυτή μελετάει πρακτικά την ύπαρξη καρκινικών κυττάρων στα ούρα που δίνει ο ασθενής, πράγμα που μπορεί να μας κατευθύνει στην διάγνωση καρκίνου στην οδό του ουροποιητικού συστήματος. Η κυτταρολογική ανάλυση των ούρων συμβάλει κυρίως στην διάγνωση όγκων που βρίσκονται σε υψηλότερο στάδιο κακοήθειας, όπως και του ιδιαίτερου τύπου καρκίνου που αναφέρθηκε πριν, του CIS.

Μία εξέταση που πρέπει να πραγματοποιηθεί σε κάθε ασθενή με συμπτώματα συνηγορητικά καρκίνου στην ουροδόχο κύστη είναι η κυστεοσκόπηση. Στην εξέταση αυτή ο Ουρολόγος, αφού εισάγει στην ουρήθρα αναισθητικό-λιπαντικό gel, προωθεί μέσω της ουρήθρας στην ουροδόχο κύστη ένα λεπτό σωλήνα με μία κάμερα στην άκρη του. Πλέον υπάρχουν εύκαμπτοι σωλήνες που καθιστούν την εξέταση πολύ πιο ανώδυνη, ειδικά για τους άνδρες. Η εξέταση αυτή είναι βασικός πυλώνας στην διάγνωση του καρκίνου της κύστης, δεδομένου ότι επιτρέπει στον ιατρό να πραγματοποιήσει υπό άμεση όραση την επισκόπηση του βλεννογόνου, του στρώματος δηλαδή που καλύπτει το εσωτερικό της κύστης και να ελέγξει για τυχόν παρουσία αλλοιώσεων σε αυτόν. Αν παρατηρηθεί κάποιος όγκος, για παράδειγμα μία θηλώδης βλάβη (δηλαδή που μοιάζει με κουνουπίδι), τότε ο ιατρός μπορεί με την κυστεοσκόπηση να καταγράψει όλα τα μακροσκοπικά χαρακτηριστικά του όγκου, δηλαδή θέση, μέγεθος, αριθμός αλλοιώσεων και μορφολογία αυτών, αλλά επίσης και να λάβει δείγμα ιστού για βιοψία, δηλαδή να εξετάσει και τα μικροσκοπικά χαρακτηριστικά του όγκου.

Η λήψη βιοψιών μας φανερώνει επίσης σε τι βάθος του τοιχώματος της κύστης έχει εισχωρήσει η κακοήθεια. Η ουροδόχος κύστη αποτελείται πρακτικά από τρία στρώματα. Εσωτερικά βρίσκεται ο βλεννογόνος, ο οποίος περιβάλλεται από το μυϊκό τοίχωμα της κύστης και εν συνεχεία το μυϊκό τοίχωμα περιβάλλεται εξωτερικά από τον ορογόνο, το εξωτερικό δηλαδή περίβλημα της κύστης. Η βιοψία λοιπόν μας φανερώνει μέχρι ποιο στρώμα έχει φτάσει ο όγκος. Μία πληροφορία που είναι ιδιαίτερης σημασίας για την θεραπευτική προσέγγιση του ασθενούς είναι να καθοριστεί αν ο καρκίνος διηθεί ή όχι το μυϊκό τοίχωμα της κύστης. Έτσι προκύπτουν δύο μεγάλες κατηγορίες καρκίνων της ουροδόχου κύστης, ο μη-μυοδιηθητικός, δηλαδή όταν ο όγκος δεν διηθεί το μυϊκό τοίχωμα, και ο μυοδιηθητικός, όταν ο όγκος διηθεί το μυϊκό τοίχωμα.

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΗΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΗΣ;

Ανάλογα με το πόσο προχωρημένη είναι η νόσος, αλλά και με την γενικότερη κατάσταση του ασθενούς (π.χ. ηλικία, συνοδά προβλήματα υγείας κ.α.) γίνεται η επιλογή του καλύτερου δυνατού θεραπευτικού πλάνου. Υπάρχουν διάφορες θεραπευτικές μέθοδοι, οι οποίες συχνά, ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να συνδυάζονται.

Μη-μυοδιηθητικός καρκίνος της ουροδόχου κύστης:

  1. Διουρηθρική εκτομή όγκου κύστης - Transurethral resection of bladder tumour (TURBT): Αποτελεί την πρώτη θεραπευτική αντιμετώπιση των όγκων αυτής της κατηγορίας. O Ουρολόγος, έχοντας προωθήσει μέσω της ουρήθρας το κυστεοσκόπιο στην κύστη και χρησιμοποιώντας ειδικά εργαλεία, μπορεί να αφαιρέσει τον όγκο από το τοίχωμα της ουροδόχου κύστης.
  2. Ενδοκυστικές εγχύσεις φαρμακευτικών ουσιών: Μετά από την διουρηθρική εκτομή του όγκου, για κάθε ασθενή υπάρχει μία πιθανότητα η νόσος να υποτρέψει, δηλαδή να ξαναεμφανιστεί ή να μεταβεί σε πιο προχωρημένο στάδιο. Για να μειωθεί η πιθανότητα αυτή, σε ορισμένους ασθενείς μετά από το χειρουργείο πρέπει να γίνουν συμπληρωματικές εγχύσεις φαρμακευτικών ουσιών με ένα καθετήρα μέσα στην κύστη, σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Οι ουσίες αυτές είναι χημειοθεραπευτικά φάρμακα ή μία άλλου είδους φαρμακευτική ουσία, που λέγεται BCG (Bacillus Calmette-Guerin). Υπάρχουν συγκεκριμένα πρωτόκολλα που καθορίζουν ποιοι ασθενείς χρειάζονται τις εγχύσεις αυτές και κάθε πότε πρέπει να πραγματοποιούνται.
  3. Ριζική κυστεκτομή: Η ριζική κυστεκτομή είναι ένα χειρουργείο στο οποίο αφαιρείται η ουροδόχος κύστη και έχει συγκεκριμένες ενδείξεις στον μη-μυοδιηθητικό καρκίνο. Για παράδειγμα, σε ασθενείς που δέχτηκαν συμπληρωματική θεραπεία με εγχύσεις BCG, αλλά η νόσος τους δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την θεραπεία αυτή, η ριζική κυστεκτομή είναι μία προτεινόμενη θεραπευτική λύση. Επίσης, σε ασθενείς με επιθετική νόσο που έχει μεγάλες πιθανότητες να μεταβεί σύντομα σε πιο προχωρημένο στάδιο, τότε η κυστεκτομή μπορεί να βοηθήσει τους ασθενείς αυτούς να ζήσουν περισσότερο. Βέβαια για να πραγματοποιηθεί η επέμβαση αυτή, ένας πολύ βασικός παράγοντας είναι και η γενικότερη κατάσταση του ασθενούς, κατά πόσο δηλαδή ο ασθενής είναι σε θέση να υποβληθεί στο χειρουργείο αυτό. Ο ιατρός λαμβάνοντας υπόψη όλους του παράγοντες, μπορεί να προτείνει την κυστεκτομή ως θεραπευτική λύση, συζητώντας μαζί με τον ασθενή τα οφέλη και τους κινδύνους της θεραπείας.

Μυοδιηθητικός καρκίνος της ουροδόχου κύστης:

  • Ριζική κυστεκτομή: Η θεραπεία επιλογής σε ασθενείς με μυοδιηθητικό καρκίνο της ουροδόχου κύστης είναι η ριζική κυστεκτομή. Όπως προαναφέρθηκε, στο χειρουργείο αυτό αφαιρείται η ουροδόχος κύστη, που περιέχει τον όγκο, μαζί με γειτονικά όργανα (π.χ. προστάτης, σπερματοδόχες κύστεις, μήτρα, κόλπος) και λεμφαδένες. Ο Ουρολόγος, χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές και τμήματα άλλων οργάνων, όπως το λεπτό έντερο, αποκαθιστά μία δίοδο μέσω της οποίας θα αποβάλλονται τα ούρα από το σώμα του ασθενή ακόμα και μετά από την αφαίρεση της ουροδόχου κύστης. Πραγματοποιεί δηλαδή εκτροπή των ούρων. Η εκτροπή μπορεί να είναι ορθότοπη, δηλαδή τα ούρα να συνεχίσουν να αποβάλλονται μέσω της ουρήθρας, όπως και πριν το χειρουργείο, ή μπορεί να είναι ετερότοπη, δηλαδή τα ούρα να αποβάλλονται μέσω μίας διαφορετικής οδού, για παράδειγμα μέσω ενός στομίου στο δέρμα της κοιλιάς.
    • Εγκρατής εκτροπή των ούρων: Ο ουρολόγος δημιουργεί ένα σάκο από έντερο, ο οποίος αποθηκεύει τα ούρα και τα παροχετεύει, είτε μέσω ενός στομίου στην κοιλιά, είτε μέσω της ουρήθρας. Στην δεύτερη περίπτωση ο σάκος λειτουργεί πρακτικά σαν μία νέα ουροδόχο κύστη (νεοκύστη). Στην εγκρατή εκτροπή των ούρων, ο ασθενής καθετηριάζει τον σάκο που έχει δημιουργηθεί και παροχετεύει τα ούρα. Δεν χρειάζεται να φέρει σακουλάκι, καθώς τα ούρα αποβάλλονται ελεγχόμενα με τον καθετηριασμό και όχι ακούσια. Υπάρχει δηλαδή εγκράτεια.
    • Μη εγκρατής εκτροπή των ούρων: Ο ουρολόγος συνδέει τους ουρητήρες (τα δύο όργανα που λειτουργούν σαν σωλήνες και μεταφέρουν τα ούρα από τα νεφρά στην ουροδόχο κύστη) σε ένα τμήμα εντέρου και κατόπιν συνδέει το τμήμα αυτό στο δέρμα της κοιλιάς ή συνδέει τους ουρητήρες απευθείας στο δέρμα της κοιλιάς. Σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει ακούσια ροή των ούρων μέσω του στομίου που υπάρχει στο δέρμα και για αυτό το λόγο ο ασθενής χρειάζεται να φοράει συνέχεια ένα σακουλάκι γύρω από το στόμιο αυτό. Έχει αποδειχθεί ότι όσο πιο γρήγορα πραγματοποιηθεί η ριζική κυστεκτομή, τόσο μεγαλύτερο είναι το όφελος για την επιβίωση του ασθενή. Αυτό το χειρουργείο μπορεί να πραγματοποιηθεί ανοιχτά, αλλά πλέον και λαπαροσκοπικά και ρομποτικά. Μπορεί να επηρεάσει την σεξουαλική λειτουργία του ασθενή ,αλλά εάν ο ασθενής εκδηλώσει την επιθυμία να διατηρήσει τη σεξουαλική του ζωή, υπάρχουν συγκεκριμένες τεχνικές στο χειρουργείο που οδηγούν στην ελαχιστοποίηση της επίπτωσης αυτής. Ασθενείς που θα υποβληθούν στο χειρουργείο αυτό πρέπει να έχουν καλή γενική κατάσταση, χωρίς σοβαρά συνοδά προβλήματα υγείας και ένα καλό προσδόκιμο επιβίωσης. Η απόφαση για το χειρουργείο είναι αποτέλεσμα συζήτησης του Ουρολόγου με τον ασθενή, κατόπιν ενημέρωσης για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του χειρουργείου και για τις εναλλακτικές μεθόδους θεραπείας.
  • Συστηματικές θεραπείες - χημειοθεραπεία, ανοσοθεραπεία: Θεραπευτικές επιλογές στον μυοδιηθητικό καρκίνο της ουροδόχου κύστης είναι, επίσης, η χημειοθεραπεία και η ανοσοθεραπεία. Ένας ασθενής μπορεί να υποβληθεί σε σχήματα χημειοθεραπείας πριν την κυστεκτομή, ως προεγχειρητική θεραπεία, πράγμα το οποίο αυξάνει την πιθανότητα ο ασθενής να έχει καλύτερη επιβίωση μετά το χειρουργείο Επίσης, όμως, μπορεί να δεχτεί και σχήματα χημειοθεραπείας, αλλά και ανοσοθεραπείας, μετά την κυστεκτομή, ως συμπληρωματική θεραπεία.
    • Θεραπεία μεταστατικού καρκίνου της ουροδόχου κύστης: Πολλές περιπτώσεις καρκίνων της ουροδόχου κύστης διαγιγνώσκονται σε στάδιο όπου έχουν κάνει ήδη μεταστάσεις σε άλλα όργανα. Ακόμα και σε περιπτώσεις μεταστατικών καρκίνων της ουροδόχου κύστης, θεραπευτική επιλογή είναι η εφαρμογή ενός πλάνου χημειοθεραπείας ή ανοσοθεραπείας, με σκοπό την καλύτερη δυνατή επιβίωση για τον ασθενή. Πλέον υπάρχουν και θεραπείες με αντισώματα, τα οποία στοχεύοντας συγκεκριμένα μόρια έχει φανεί ότι μπορεί να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της νόσου και έχουν εγκριθεί ως θεραπευτικές επιλογές στον μεταστατικό καρκίνο της ουροδόχου κύστης.
    • Παρακολούθηση - Follow up: Η παρακολούθηση μετά τη θεραπεία, ενός ασθενούς με καρκίνο στην ουροδόχο κύστη, πραγματοποιείται με σκοπό την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση μίας υποτροπής ή προόδου της νόσου. Επομένως, η σημασία του follow up είναι εξίσου σημαντική με αυτή της αρχικής θεραπείας.

      Για όλους τους ασθενείς με μη-μυοδιηθητικό καρκίνο, η πρώτη επίσκεψη στον Ουρολόγο θα γίνει 3 μήνες μετά από την διουρηθρική εκτομή του όγκου και περιλαμβάνει μία κυστεοσκόπηση. Από εκεί και πέρα, το πλάνο παρακολούθησης καθορίζεται από τον κίνδυνο υποτροπής που αντιμετωπίζει κάθε ένας ασθενής. Ένας ασθενής, λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί χαμηλού, μετρίου ή υψηλού κινδύνου, ανάλογα με το πόσο προχωρημένη και επιθετική νόσο είχε, και έτσι να υποβληθεί στο αντίστοιχο πλάνο παρακολούθησης, το οποίο περιλαμβάνει κυστεοσκοπήσεις, κυτταρολογικές αναλύσεις ούρων και απεικονιστικές μεθόδους ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

      Σε ασθενείς με μυοδιηθητικό καρκίνο, ένα προτεινόμενο πλάνο παρακολούθησης περιλαμβάνει την διενέργεια αξονικής τομογραφίας θώρακος και κοιλίας ανά εξάμηνο για τα τρία πρώτα χρόνια και έπειτα μία φορά το χρόνο, για την ανίχνευση υποτροπής της νόσου. Επίσης, πρέπει να γίνεται έλεγχος της ουρήθρας με κυστεοσκοπήσεις και κυτταρολογικές αναλύσεις ούρων για την ανίχνευση άλλων εστιών καρκίνου.

Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης αποτελεί ένα νόσημα από το οποίο πάσχει ένας σημαντικός αριθμός συνανθρώπων μας. Συνδέεται άρρηκτα με το κάπνισμα και αυτό κάνει αυτή τη μορφή κακοήθειας να απαριθμεί ένα μεγάλο αριθμό ασθενών στον κόσμο. Κάθε άνθρωπος πρέπει να απευθύνεται έγκαιρα στον Ουρολόγο του, εάν διαπιστώσει συμπτώματα ύποπτα για καρκίνο στην ουροδόχο κύστη. Η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση όλων των ανθρώπων για τα συμπτώματα, τις μεθόδους διάγνωσης και θεραπείας του καρκίνου αυτού είναι καταλυτικής σημασίας για να μπορέσουμε να τον καταπολεμήσουμε αποτελεσματικά.